- συναδελφότητα
- η, Ν1. η ιδιότητα τών συναδέλφων2. αλληλεγγύη και σύμπνοια μεταξύ συναδέλφων.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνάδελφος. Η λ., στον λόγιο τ. συναδελφότης, μαρτυρείται από το 1752 στα Εγγραφα τού Ναού τής Φανερωμένης στη Ζάκυνθο].
Dictionary of Greek. 2013.